Κύστεις μαστού

       Κύστεις μαστού

Οι κύστεις του μαστού αποτελούν την πιο συχνή καλοήθη πάθηση στις γυναίκες.
Πάνω από το ένα τρίτο των γυναικών μεταξύ 30 και 50 ετών έχουν βρεθεί με κύστεις στους μαστούς τους. Συνήθως παρουσιάζονται στην τρίτη δεκαετία της ζωής (20-30 ετών), με μεγαλύτερη συχνότητα στην τέταρτη δεκαετία (30-40 ετών) οπότε και η ορμονική λειτουργία είναι στη μέγιστη δραστηριότητα, και πέφτει απότομα η συχνότητα εμφάνισής τους μετά την εμμηνόπαυση.

Πώς δημιουργούνται οι κύστεις%ce%ba%cf%8d%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%8d
Δημιουργούνται κυρίως από απόφραξη των κύριων ή δευτερευόντων πόρων του μαζικού αδένα, που οφείλεται σε υπερπλασία του επιθηλίου τους. Ακολουθεί διάταση των πόρων και στη συνέχεια ο σχηματισμός κύστεων.
Η διάγνωση των κύστεων γίνεται με το υπερηχογράφημα, το οποίο είναι η εξέταση εκλογής, μια και είναι απόλυτα διαγνωστικό στο 98% των περιπτώσεων.
Τις κύστεις του μαστού τις διακρίνουμε σε απλές και σύνθετες, ανάλογα με τους χαρακτήρες που εμφανίζουν στο υπερηχογράφημα.
Οι απλές κύστεις εμφανίζονται σαν κυκλικά ή ελλειψοειδή μορφώματα, με σαφώς αφορισμένο σχήμα που περιέχουν καθαρό υγρό (άνηχο περιεχόμενο στο υπερηχογράφημα), και είναι ευκίνητα σε σχέση με τους παρακείμενους ιστούς.
Οι σύνθετες κύστεις μπορεί να έχουν διαφράγματα εντός τους, το τοίχωμά τους να είναι πεπαχυσμένο, ή να έχουν εκτός από υγρό και στερεό υλικό κλπ.
Συμπτώματα
Οι μικρές κύστεις είναι συνήθως ασυμπτωματικές. Συμπώματα όπως πόνος, τάση, ψηλαφητή διόγκωση, προκαλούν οι μεγάλες κύστεις και αυτές που αυξάνονται γρήγορα.
Αντιμετώπιση
Οι ασυμπτωματικές απλές κύστεις, ιδίως αυτές με μικρό μέγεθος, αντιμετωπίζονται με παρακολούθηση και έλεγχο του μεγέθους τους με το υπερηχογράφημα, κατά τακτά χρονικά διαστήματα (3μηνο, 6μηνο).
Οι σύνθετες κύστεις, οι συμπτωματικές απλές κύστεις, με μεγάλο μέγεθος, παρακεντώνται και το περιεχόμενό τους αποστέλλεται για κυτταρολογική εξέταση.
Ανάλογα με το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης και από την εμφάνισή τους στο υπερηχογράφημα μετά την παρακέντηση, θα εξαρτηθεί η περαιτέρω τακτική, που θα ακολουθηθεί. Αυτή περιλαμβάνει είτε την παρακολούθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα με κλινική εξέταση και υπερηχογραφικό έλεγχο, είτε την βιοψία, για να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης κακοήθειας.